Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἕλκω σε κλητεύσοντα

См. также в других словарях:

  • κλητεύω — (Α κλητεύω) [κλητός] καλώ κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυρα ή διάδικο, τού κοινοποιώ δικαστική κλήση («τίς οὖν ἐκλήτευσεν ὑμᾶς;», Δημοσθ.) αρχ. 1. καλώ με κλητήρα έναν μάρτυρα που δεν θέλει να προσέλθει για να καταθέσει τη μαρτυρία του («τὸν δὲ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»